- αλαλύκτημαι
- ἀλαλύκτημαι (Α)είμαι ταραγμένος ανησυχώ, αδημονώ.[ΕΤΥΜΟΛ. Παρακείμενος τού ρ. ἀλυκτῶ*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀλαλύκτημαι — to be in anguish perf ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)